αυ3 - αψιδ
- αυτοεπίγνωοη
- αυτοεπίδειξη
- αυτοερώμαι
- αυτοθαυμάζομαι
- αυτοθαυμασμός
- αυτοθελής
- αυτοθεραπεία
- αυτοθέρμανση
- αυτόθερμος
- αυτόθετος
- αυτόθι
- αυτοθιγενής
- αυτοθυσία
- αυτοθυσιάζομαι
- αυτοί
- αυτοϊκανοποίηση
- αυτοκάθαρση
- αυτοκάλεστος
- αυτοκαλλιέργεια
- αυτοκαλλιεργούμαι
- αυτοκαλούμαι
- αυτοκαλούμενος
- αυτοκάμωτος
- αυτοκαταγγελία
- αυτοκαταγγέλλομαι
- αυτοκαταδικάζομαι
- αυτοκαταδίκη
- αυτοκατακρίνομαι
- αυτοκατάκριση
- αυτοκατάκριτος
- αυτοκαταλύομαι
- αυτοκατάλυση
- αυτοκαταστροφή
- αυτοκατευθυνόμενος
- αυτοκατηγορία
- αυτοκατηγορούμαι
- αυτοκατοπτρίζομαι
- αυτόκαυστο(ν)
- αυτόκαυστο(ν)
- αυτοκέφαλο(ν)